Ετυμολογία

επεξεργασία
καταυγάζω < αρχαία ελληνική καταυγάζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kataˈvɣazo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐ταυ‐γά‐ζω

καταυγάζω (παθητική φωνή: καταυγάζομαι)

  1. (κυριολεκτικά) φωτίζω σε μεγάλη έκταση, άπλετα
  2. (μεταφορικά) ακτινοβολώ, φωτίζω σε πνευματικό επίπεδο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία