καταυγάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταυγάζω < αρχαία ελληνική καταυγάζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kataˈvɣazo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ταυ‐γά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίακαταυγάζω (παθητική φωνή: καταυγάζομαι)
- (κυριολεκτικά) φωτίζω σε μεγάλη έκταση, άπλετα
- (μεταφορικά) ακτινοβολώ, φωτίζω σε πνευματικό επίπεδο
Συγγενικά
επεξεργασία- καταυγασμός
- καταυγαστήρας
- → δείτε τις λέξεις κατά, αυγάζω και αυγή
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταυγάζω | καταύγαζα | θα καταυγάζω | να καταυγάζω | καταυγάζοντας | |
β' ενικ. | καταυγάζεις | καταύγαζες | θα καταυγάζεις | να καταυγάζεις | καταύγαζε | |
γ' ενικ. | καταυγάζει | καταύγαζε | θα καταυγάζει | να καταυγάζει | ||
α' πληθ. | καταυγάζουμε | καταυγάζαμε | θα καταυγάζουμε | να καταυγάζουμε | ||
β' πληθ. | καταυγάζετε | καταυγάζατε | θα καταυγάζετε | να καταυγάζετε | καταυγάζετε | |
γ' πληθ. | καταυγάζουν(ε) | καταύγαζαν καταυγάζαν(ε) |
θα καταυγάζουν(ε) | να καταυγάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταύγασα | θα καταυγάσω | να καταυγάσω | καταυγάσει | ||
β' ενικ. | καταύγασες | θα καταυγάσεις | να καταυγάσεις | καταύγασε | ||
γ' ενικ. | καταύγασε | θα καταυγάσει | να καταυγάσει | |||
α' πληθ. | καταυγάσαμε | θα καταυγάσουμε | να καταυγάσουμε | |||
β' πληθ. | καταυγάσατε | θα καταυγάσετε | να καταυγάσετε | καταυγάστε | ||
γ' πληθ. | καταύγασαν καταυγάσαν(ε) |
θα καταυγάσουν(ε) | να καταυγάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταυγάσει | είχα καταυγάσει | θα έχω καταυγάσει | να έχω καταυγάσει | ||
β' ενικ. | έχεις καταυγάσει | είχες καταυγάσει | θα έχεις καταυγάσει | να έχεις καταυγάσει | ||
γ' ενικ. | έχει καταυγάσει | είχε καταυγάσει | θα έχει καταυγάσει | να έχει καταυγάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταυγάσει | είχαμε καταυγάσει | θα έχουμε καταυγάσει | να έχουμε καταυγάσει | ||
β' πληθ. | έχετε καταυγάσει | είχατε καταυγάσει | θα έχετε καταυγάσει | να έχετε καταυγάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καταυγάσει | είχαν καταυγάσει | θα έχουν καταυγάσει | να έχουν καταυγάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταυγάζω
|