Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

καταδυναστεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταδυναστεύω
  2. θα καταδυναστεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταδυναστεύω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

καταδυναστεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καταδυνάστευση