Ετυμολογία

επεξεργασία
καταδοκέω < κατά + δοκέω

καταδοκέω-καταδοκοῦμαι

  1. υποψιάζομαι κάποιον, θεωρώ ότι εκφράζει κάτι κακό, σκέφτομαι να τον βλάψω
    πάγχυ σφέας καταδόξαντες εἶναι κλῶπας.... ἐξεβοήθεον πανδημεί καί ἔκτεινον τοὺς Χίου (:όλοι αυτοί νομίζοντάς τους ληστές...βγήκαν έξω όλοι μαζί βοηθώντας ο ένας τον άλλον και σκότωσαν τους Χίους <πρόσφυγες> -Ηρόδ. Ερατώ 16
  2. υποθέτω, φαντάζομαι
    οὐ γάρ ἄν κοτε κατέδοξα ἔνθεν ἦν (: γιατί ποτέ δεν μπορουσα να φανταστώ τίνος ήταν <το παιδί> Ηρόδ. Κλειώ 111)
  3. καταδοκοῦμαι: με υποψιάζονται
  4. αργότερα πήρε καλύτερη χροιά το ρήμα, παρασυρόμενο από την θετική έννοια της λέξης δόξα που φαινόταν σαν δεύτερο συνθετικό σε μετοχές όπως καταδόξας, καταδόξαντες