καταγλαΐζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταγλαΐζω < ελληνιστική κοινή καταγαλαΐζω < κατα- + αρχαία ελληνική ἀγλαΐζω < ἀγλαός
Ρήμα επεξεργασία
καταγλαΐζω (παθητική φωνή: καταγλαΐζομαι)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταγλαΐζω
|