Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατίσχυσις < κατ- κατισχύ(ω) + -σις. Διαφορετικό το νεοελληνικό νέα ελληνική κατίσχυση.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατίσχυσις θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία