κατά διαλείμματα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίακατά διαλείμματα → δείτε τις λέξεις κατά, διαλείμματα και διάλειμμα
- με διαλείμματα, με διακοπές
- → και δείτε τη λέξη διακοπτόμενα (επίρρημα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατά διαλείμματα