κατάτμησις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατάτμησις (μαρτυρείται από το 1881) [1] < αρχαία ελληνική κατατέμνω (κατα-τέμνω), τμη- + -σις όπως τμῆσις [2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατάτμησις, -εως θηλυκό
- (καθαρεύουσα) η κατάτμηση
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 531, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ s.v. «κατατέμνω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.