κατάσταση πολιορκίας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
κατάσταση πολιορκίας θηλυκό
- (νομικός όρος) η κήρυξη, σε έκτακτες περιπτώσεις υψηλού κινδύνου για μια χώρα, ενός καθεστώτος, το οποίο αναστέλλει προσωρινά ορισμένα συνταγματικά δικαιώματα των πολιτών και προβλέπει τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων για την ασφάλεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατάσταση πολιορκίας