Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρδιακά < καρδιακ(ός) +

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaɾ.ði.aˈka/
τυπογραφικός συλλαβισμός:‐καρ‐δι‐α‐κά

  Επίρρημα επεξεργασία

καρδιακά

  • που αφορά ζητήματα καρδιάς
    ※  Μυϊκά κύτταρα από το πόδι αντικαθιστούν καρδιακά κύτταρα ([1], care.gr)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

καρδιακά