καπνιστά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίακαπνιστά
Μεταφράσεις
επεξεργασία καπνιστά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακαπνιστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καπνιστό
καπνιστά
|
καπνιστά