Δείτε επίσης: καπιταλιστής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καπιταλίστης < (καθαρεύουσα) (άμεσο δάνειο) γαλλική capitaliste < λατινική caput < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *káput

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καπιταλίστης αρσενικό

  • (παρωχημένο, οικονομία) κεφαλαιούχος
    ※  Ο Λεόντιος (Λεβέντης) λέγει, ότι εχρειάζετο να ήξεύρη τι μπορεί να μην βλάπτη και αυτόν κατά τους εμπορικούς νόμους, επειδή αυτός έχει συμφωνητικών γράμμα μετά του εδώ καπιταλίστου του (Αναστάσιος Γούδας, Βίοι παράλληλοι των επί της αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών, τόμος Ε΄, Αθήναι, 1872, σελ. 85 [1])
    ※  όπου εκρίνατε εύλογον να γενή εκ μέρος των καπιταλίστων, είναι αναγκαίον , επειδή και δεν ευχαριστήθη εις την απόφασιν όπου έγινε, διά τούτο ζητούν οι καμπιαδόροι σώα τα διάφορα των δύο ταξιδίων (Αρχείον της Κοινότητος Ύδρας, 1778-1832, Τόμοι 1-2, Ιστορικόν Αρχείον Ύδρας, τύποις Εφημ. Σφαίρας, 1921, σελ. 115)
    ※  ένα πλήθος των καπιταλίστων , όπου είχαν τα άσπρα τους εις το Μπάγκο, επήγαν να σηκώσουν εκ μιάς εκείθεν τα καπιτάλια τους (Γεώργιος Λάιος, Ο ελληνικός τύπος της Βιέννης από του 1784 μέχρι του 1821, 1961, σελ. 37

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία