Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλομετρώ < μεσαιωνική ελληνική καλομετρῶ < καλά + μετρῶ < {[αρχ}} καλῶς + [μετρέω]]-μετρῶ

  Ρήμα επεξεργασία

καλομετρώ (παθητικό: καλομετριέμαι)

  1. μετράω καλά, κάνω καλά έναν υπολογισμό
    Για καλομέτρησέ το μην παραγγείλουμε τα ντουλάπια και μετά δεν χωράνε
  2. αναλογίζομαι, λογαριάζω, σταθμίζω τις δυνάμεις μου ή τις συνέπειες


Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία