καλοκαρδισμένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
καλοκαρδισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του καλοκαρδισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του καλοκαρδισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του καλοκαρδισμένος