καλαρέσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.laˈɾe.so/
Ρήμα
επεξεργασίακαλαρέσω
- (οικείο) συνηθέστερα στο γ’ ενικό: (μου) καλαρέσει: μου αρέσει αρκετά, με ευχαριστεί
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καλαρέσω
|