Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κακοφορμίζω < κακο- + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ρήμα επεξεργασία

κακοφορμίζω, πρτ.: κακοφόρμιζα, στ.μέλλ.: θα κακοφορμίσω, αόρ.: κακοφόρμισα, μτχ.π.π.: κακοφορμισμένος

  • μολύνομαι από μικρόβιο και εμφανίζεται πύο
    η πληγή κακοφόρμισε και υπήρξε κίνδυνος ακρωτηριασμού

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία