κακοφορμίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κακοφορμίζω < κακο- + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
επεξεργασίακακοφορμίζω, πρτ.: κακοφόρμιζα, στ.μέλλ.: θα κακοφορμίσω, αόρ.: κακοφόρμισα, μτχ.π.π.: κακοφορμισμένος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κακοφορμίζω | κακοφόρμιζα | θα κακοφορμίζω | να κακοφορμίζω | κακοφορμίζοντας | |
β' ενικ. | κακοφορμίζεις | κακοφόρμιζες | θα κακοφορμίζεις | να κακοφορμίζεις | κακοφόρμιζε | |
γ' ενικ. | κακοφορμίζει | κακοφόρμιζε | θα κακοφορμίζει | να κακοφορμίζει | ||
α' πληθ. | κακοφορμίζουμε | κακοφορμίζαμε | θα κακοφορμίζουμε | να κακοφορμίζουμε | ||
β' πληθ. | κακοφορμίζετε | κακοφορμίζατε | θα κακοφορμίζετε | να κακοφορμίζετε | κακοφορμίζετε | |
γ' πληθ. | κακοφορμίζουν(ε) | κακοφόρμιζαν κακοφορμίζαν(ε) |
θα κακοφορμίζουν(ε) | να κακοφορμίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κακοφόρμισα | θα κακοφορμίσω | να κακοφορμίσω | κακοφορμίσει | ||
β' ενικ. | κακοφόρμισες | θα κακοφορμίσεις | να κακοφορμίσεις | κακοφόρμισε | ||
γ' ενικ. | κακοφόρμισε | θα κακοφορμίσει | να κακοφορμίσει | |||
α' πληθ. | κακοφορμίσαμε | θα κακοφορμίσουμε | να κακοφορμίσουμε | |||
β' πληθ. | κακοφορμίσατε | θα κακοφορμίσετε | να κακοφορμίσετε | κακοφορμίστε | ||
γ' πληθ. | κακοφόρμισαν κακοφορμίσαν(ε) |
θα κακοφορμίσουν(ε) | να κακοφορμίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κακοφορμίσει | είχα κακοφορμίσει | θα έχω κακοφορμίσει | να έχω κακοφορμίσει | ||
β' ενικ. | έχεις κακοφορμίσει | είχες κακοφορμίσει | θα έχεις κακοφορμίσει | να έχεις κακοφορμίσει | ||
γ' ενικ. | έχει κακοφορμίσει | είχε κακοφορμίσει | θα έχει κακοφορμίσει | να έχει κακοφορμίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κακοφορμίσει | είχαμε κακοφορμίσει | θα έχουμε κακοφορμίσει | να έχουμε κακοφορμίσει | ||
β' πληθ. | έχετε κακοφορμίσει | είχατε κακοφορμίσει | θα έχετε κακοφορμίσει | να έχετε κακοφορμίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κακοφορμίσει | είχαν κακοφορμίσει | θα έχουν κακοφορμίσει | να έχουν κακοφορμίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κακοφορμίζω
|