κακοπιστοτέρως
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κακοπιστοτέρως < κακοπιστότερ(ος) + -ως. Μορφολογικά αναλύεται σε κακο- + πιστοτέρως, συγκριτικός βαθμός πιστῶς < πιστός
Επίρρημα
επεξεργασίακακοπιστοτέρως (ελληνιστική κοινή)
- (σε πάπυρο) με αιρετικότερο τρόπο: συγκριτικός βαθμός του αμάρτυρου επιρρήματος *κακοπίστως)
- ※ 1ος αιώνας πκε ⌘ Φιλόδημος ο Επικούρειος ή Φιλόδημος ὁ Γαδαρεύς. Περί θεών γ', απόσπασμα 75 (3.75) @payri.info
- [fragment 75 P.Herc. 157 fr. 6 tab. 3, Engraved 1834-1837 by Ferdinando Ventrella, Sketched 1828-1835 by Giovanni Battista Casanova]
- [ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣]οτασ[ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣]ας. κοινῶν γάρ (ἐστιν)
- [ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣]ωσημι[ ̣ ̣ ̣ ̣, ο]ὐκ ἔχει δὲ ταῦτα [πρ(ὸς)]
- [Στ]ωϊκοὺς ἐπανακτικ[ό]ν, οἷον τὸ τῶν Ἀν
- [-τι]φαν[ε]ίων δόγμα τισ[ ̣ ̣ ̣]εσθαι τῶν
- 5 [ἀ]προ̣[α]ιρέτων πλεῖο[ν κακ]οπ[ισ]τοτέρως
- δοκούντων κενοῖς ἡ̣[μῖ]ν̣ οὐκ (εἶναι) τἀγαθόν
- που, ἀλλ' οὐκ ἀπὸ τῶν ἐν[κυκλί]ων ἐ̣περ[χο]
- [-μ]ένοις οἷον τοῖς [ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣]αν[ ̣ ̣ ̣]εις ̣ [ ̣ ̣ ̣ ̣]
- [ - ca.10 -] θεῶν
Πηγές
επεξεργασία- κακοπιστοτέρως - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- «κακοπίστως» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Με σήμανση: επίρρ. μτγν. κ. νεώτ. […] μ. κτ. συγκρ. κακοπιστοτέρως, δηλαδή: επίρρημα μεταγενέστερο και νεότερο […] μόνο κατά τον συγκριτικό κακοπιστοτέρως