Ετυμολογία

επεξεργασία
κακοπιστοτέρως < κακοπιστότερ(ος) + -ως. Μορφολογικά αναλύεται σε κακο- + πιστοτέρως, συγκριτικός βαθμός πιστῶς < πιστός

  Επίρρημα

επεξεργασία

κακοπιστοτέρως (ελληνιστική κοινή)

  • (σε πάπυρο) με αιρετικότερο τρόπο: συγκριτικός βαθμός του αμάρτυρου επιρρήματος *κακοπίστως)
    ※  1ος αιώνας πκε Φιλόδημος ο Επικούρειος ή Φιλόδημος ὁ Γαδαρεύς. Περί θεών γ', απόσπασμα 75 (3.75) @payri.info
    [fragment 75 P.Herc. 157 fr. 6 tab. 3, Engraved 1834-1837 by Ferdinando Ventrella, Sketched 1828-1835 by Giovanni Battista Casanova]
    [ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣]οτασ[ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣]ας. κοινῶν γάρ (ἐστιν)
    [ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣]ωσημι[ ̣ ̣ ̣ ̣, ο]ὐκ ἔχει δὲ ταῦτα [πρ(ὸς)]
    [Στ]ωϊκοὺς ἐπανακτικ[ό]ν, οἷον τὸ τῶν Ἀν
    [-τι]φαν[ε]ίων δόγμα τισ[ ̣ ̣ ̣]εσθαι τῶν
    5   [ἀ]προ̣[α]ιρέτων πλεῖο[ν κακ]οπ[ισ]τοτέρως
    δοκούντων κενοῖς ἡ̣[μῖ]ν̣ οὐκ (εἶναι) τἀγαθόν
    που, ἀλλ' οὐκ ἀπὸ τῶν ἐν[κυκλί]ων ἐ̣περ[χο]
    [-μ]ένοις οἷον τοῖς [ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣]αν[ ̣ ̣ ̣]εις ̣ [ ̣ ̣ ̣ ̣]
    [ - ca.10 -] θεῶν