Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κακοθανατίζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

κακοθανατίζω

  1. πεθαίνω με κακό, μακρόχρονο ή οδυνηρό τρόπο
     αντώνυμα: καλοθανατίζω
  2. καταριέμαι κάποιον να βρει τέτοιο θάνατο

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία