καθημερνά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
καθημερνά < καθημερνός
Επίρρημα επεξεργασία
καθημερνά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
καθημερνά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καθημερνό
καθημερνά < καθημερνός
καθημερνά
καθημερνά