καβγαδάκια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.vɣaˈða.ca/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐βγα‐δά‐κια
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία
καβγαδάκια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καβγαδάκι