Δείτε επίσης: ἱπποφαές

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

 
Ιπποφαές το ραμνοειδές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιπποφαές < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἱπποφαές < ἵππος ("άλογο") + φάος ("φως, λάμψη")

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιπποφαές ουδέτερο

  • (φυτό) θάμνος της οικογένειας Ελαιαγνοειδών (Elaeagnaceae). Στην αρχαιότητα, η ονομασία αντιστοιχούσε στο Ευφόρβιον το ακανθόθαμνον (Euphorbia spinosa) της οικογένειας Euphorbiaceae

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία