ιπποφαές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιπποφαές < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἱπποφαές < ἵππος ("άλογο") + φάος ("φως, λάμψη")
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιπποφαές ουδέτερο
- (φυτό) θάμνος της οικογένειας Ελαιαγνοειδών (Elaeagnaceae). Στην αρχαιότητα, η ονομασία αντιστοιχούσε στο Ευφόρβιον το ακανθόθαμνον (Euphorbia spinosa) της οικογένειας Euphorbiaceae
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
- το ιππόφαιστο - ἱππόφαιστον πιθανόν Κενταύριον το ακανθώδες, στη δημοτική: φόνος, αλιφός, αλιφόνι ή κατ' άλλη άποψη Κίρσιον το αστρωτόν
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ο ιππόφεως, ἱππόφεως ("επίθυμνο")
- ιπποφαές στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιπποφαές
Αναφορές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- ιπποφαές - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.