ιντελέξουαλ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιντελέξουαλ < (άμεσο δάνειο) αγγλική intellectual
Επίθετο
επεξεργασίαιντελέξουαλ άκλιτο
- (προφορικό, σπάνιο) που σχετίζεται με τη διανόηση, με τους διανοούμενους ή φέρει ορισμένα χαρακτηριστικά τους· διανοητικός· διανοουμενίστικος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ιντελέξουαλ