ικανά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαικανά < ικανός
Επίρρημα
επεξεργασίαικανά
- με ικανότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ικανά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαικανά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ικανό