ιβουάρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιβουάρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική ivoire
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαιβουάρ αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο άκλιτο
- που έχει το μπεζ χρώμα του ελεφαντόδοντου που το έχουν επεξεργαστεί
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιβουάρ ουδέτερο άκλιτο
- το χρώμα του επεξεργασμένου ελεφαντόδοντου
ιβουάρ (χρώμα):