Ετυμολογία

επεξεργασία
ιβουάρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική ivoire

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.vuˈaɾ/

  Επίθετο

επεξεργασία

ιβουάρ αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο άκλιτο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ιβουάρ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία