θωρακισμένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
θωρακισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του θωρακισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του θωρακισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του θωρακισμένος