Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

θυροκολλήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θυροκολλώ
  2. θα θυροκολλήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θυροκολλώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

θυροκολλήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του θυροκόλληση