θυροκολλήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαθυροκολλήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θυροκολλώ
- θα θυροκολλήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θυροκολλώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαθυροκολλήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του θυροκόλληση