Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεσιακή παράμετρος < → δείτε τις λέξεις θεσιακή και παράμετρος, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική positional argument

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

θεσιακή παράμετρος

  • (πληροφορική) οι πραγματικές παράμετροι που εισάγονται κατά την κλήση μιάς συνάρτησης με αντιστοιχία της θέσης των τυπικών παραμέτρων, όπου η πρώτη πραγματική αντιστοιχεί στην πρώτη τυπική, η δεύτερη στη δεύτερη, κλπ. Είναι ο συνήθης τρόπος εισαγωγής παραμέτρων.
    Κλήσης συνάρτησης στη γλώσσα προγραμματισμού Python με θεσιακές παραμέτρους: myFunct(10, 20), όπου είναι λάθος να αλλάξουμε θέσεις στις παραμέτρους: myFunct(20, 10). Δείτε την ίδια κλήση συνάρτησης με παραμέτρους στις οποίες έχουν δοθεί ονόματα (named arguments)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία