θερμομετρήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαθερμομετρήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θερμομετρώ
- θα θερμομετρήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θερμομετρώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαθερμομετρήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του θερμομέτρηση