θαυματουργικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαθαυματουργικά < θαυματουργικός
Επίρρημα
επεξεργασίαθαυματουργικά
- κατά τρόπο θαυματουργικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία θαυματουργικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαθαυματουργικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του θαυματουργικό