θέσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θέσει < δοτική του ουσιαστικού θέσις
Επίρρημα
επεξεργασίαθέσει
- από τη θέση του, λόγω της θέσης στην οποία βρίσκεται
- (γραμματική) που είναι μακρό ή βραχύ λόγω της θέσης του (π.χ. βρίσκεται στη λήγουσα ή ακολουθούν δύο σύμφωνα)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θέσει
|
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαθέσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος θέτω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θέτω
- θα θέσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θέτω