ζακάρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζακάρ < γαλλική jacquard < Joseph Marie Jacquard
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζακάρ ουδέτερο άκλιτο
- (ενδυμασία) είδος περίτεχνης πλέξης με ειδικό αργαλειό (αργαλειός / μηχανή Jacquard) ή άλλο τρόπο, που επιτρέπει την δημιουργία μονόχρωμων ή πολύχρωμων σχεδίων πάνω στο ύφασμα