Δείτε επίσης: Ζάγανος, Ζαγάνος, Ζαγανός

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζάγανος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζάγανος αρσενικό

  • (πτηνό) γεράκι
    ※  13ος/14ος αιώνας Πουλολόγος, ανωνύμου, στίχ 643, (641-645), στο Carmina graeca Medii Aevi, ed. Wilhelm Wagner, in aedibvs B.G. Tevbneri, 1874, σελ.198 @archive.org
    ἀφῆτε γοῦν τὴν ὄχλησιν, κάθεστε σιωπῶντα,
    μὴ ὁρίσω τὸν ἱέρακα, εἶτα καὶ τὸν πετρίτην,
    τὸν ζάγανον τὸν φοβερὸν, εἶτα τὸν γέρον φάλκον,
    σεβοῦσιν εἰς τὴν μέσην σας, ἄρξωνται νὰ σᾶς τρῶσιν,
    καὶ γένῃ ὁ γάμος μακελλειὸν κ᾿ ἡ χαρμονή σφαγεῖον."

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ζάγανος - PLP - Prosopographisches Lexikon der Palaiologenzeit [Προσωπογραφικό λεξικό της εποχής των Παλαιολόγων] (1261-1453) στα γερμανικά. Επιμ. Trapp, Erich, Österreichische Akademie der Wissenschaften (ÖAW, Αυστριακή Ακαδημία Επιστημών), τόμοι 15, 1976‑1995 (συντομογραφίες)