Δείτε επίσης: Ζάνος

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζάνος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζάνος αρσενικό

  1. (πτηνό) γεράκι
  2. (μεταφορικά) κοντός άνθρωπος

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • ζάνος @polignosi Κυπριακή Διάλεκτος στη Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια του Άντρου Παυλίδη
  • σελ. 548 - Αθανάσιος Α. Σακελλάριος (1826-1901). Τα Κυπριακά, Τόμος Β΄