Ετυμολογία

επεξεργασία
εὐχαρισία < εὐχαρί(ζομαι) + -σία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εὐχαρισία θηλυκό

  1. ευγνωμοσύνη
  2. καλή διάθεση

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία