Ετυμολογία

επεξεργασία
αὐκαρισιά < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αὐκαρισιά θηλυκό

  1. στη σημασία: ευγνωμοσύνη
    ※  16ος αιώνας, Κυπριακά ερωτικά ποιήματα (1546-1570), ανωνύμου, ποίημα 96, στ. 18 (10-18) @georgakas.lit.auth.gr
    Ὁ πόθος εἰς αὐτόν μου
    βρίσκεται ἀπλικεμένος,
    μπιστά ’ναι δουλεμένος —ὡς γοιὸν πρέπει,
    κ’ ἐκεῖνος δὲν ἠμπλέπει
    νὰ δῆ τὴν δούλεψήν μου
    γιὰ ταύτου τὴν ζωήν μου—τέλειωσέν την,
    ὁλότελά ’κλυσέν την
    τ’ ἀνέσβηστον λαμπρόν του:
    ’δὲ πόσ’ αὐκαρισιὰ στέκει σ’ αὐτόν του.
    Θέμις Σιαπκαρά-Πιτσιλλίδου (επιμ.), Ο πετραρχισμός στην Κύπρο. Ρίμες αγάπης: από χειρόγραφο του 16ου αιώνα με μεταφορά στην κοινή μας γλώσσα, Τυπογραφείο Γ. Τσιβεριώτη, Αθήνα 1976.