Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εχθαίρω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἐχθαίρω

  Ρήμα επεξεργασία

εχθαίρω, πρτ.: ήχθαιρα/έχθαιρα, στ.μέλλ.: θα εχθάρω, αόρ.: ήχθηρα/έχθηρα, παθ.φωνή: εχθαίρομαι

  1. (λόγιο) εχθρεύομαι, μισώ
    ※  ἐχθαίρουσιν οἱ Ἀθάνατοι / τὴν ψυχήν (Ανδρέας Κάλβος, Λύρα, Ο Φιλόπατρις, Β)