Ετυμολογία

επεξεργασία
ευωχούμαι < αρχαία ελληνική εὐωχοῦμαι, παθητική φωνή του ρήματος εὐωχέω < εὖ + ἔχω

ευωχούμαι

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία