• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ευδοκίμως

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίρρημα
      • 1.2.1 Μεταφράσεις
    • 1.3 Πηγές

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ευδοκίμως < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα εὐδοκίμως < αρχαία ελληνική εὐδόκιμος. Συγχρονικά αναλύεται σε ευδόκιμ(ος) + -ως.

  ΕπίρρημαΕπεξεργασία

ευδοκίμως

  • (λόγιο) με επιτυχία, αποτελεσματικά (ιδίως για χαρακτηρισμό υπηρεσίας)

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ευδοκίμως
  • → δείτε τη λέξη ευδόκιμα

  ΠηγέςΕπεξεργασία

  • «ευδόκιμος (& ευδοκίμως)» -  Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. 
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ευδοκίμως&oldid=5577557"
Τελευταία επεξεργασία στις 5 Αυγούστου 2022, στις 10:57
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 5 Αυγούστου 2022, στις 10:57.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie