ευαγγελιζόμενων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαευαγγελιζόμενων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ευαγγελιζόμενος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ευαγγελιζόμενος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ευαγγελιζόμενος