Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευαγγελιζόμενος η ευαγγελιζόμενη το ευαγγελιζόμενο
      γενική του ευαγγελιζόμενου της ευαγγελιζόμενης του ευαγγελιζόμενου
    αιτιατική τον ευαγγελιζόμενο την ευαγγελιζόμενη το ευαγγελιζόμενο
     κλητική ευαγγελιζόμενε ευαγγελιζόμενη ευαγγελιζόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευαγγελιζόμενοι οι ευαγγελιζόμενες τα ευαγγελιζόμενα
      γενική των ευαγγελιζόμενων των ευαγγελιζόμενων των ευαγγελιζόμενων
    αιτιατική τους ευαγγελιζόμενους τις ευαγγελιζόμενες τα ευαγγελιζόμενα
     κλητική ευαγγελιζόμενοι ευαγγελιζόμενες ευαγγελιζόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

ευαγγελιζόμενος

  Μεταφράσεις επεξεργασία