Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ευαγγελιζόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ευαγγελιζόμεν
ος
η
ευαγγελιζόμεν
η
το
ευαγγελιζόμεν
ο
γενική
του
ευαγγελιζόμεν
ου
της
ευαγγελιζόμεν
ης
του
ευαγγελιζόμεν
ου
αιτιατική
τον
ευαγγελιζόμεν
ο
την
ευαγγελιζόμεν
η
το
ευαγγελιζόμεν
ο
κλητική
ευαγγελιζόμεν
ε
ευαγγελιζόμεν
η
ευαγγελιζόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ευαγγελιζόμεν
οι
οι
ευαγγελιζόμεν
ες
τα
ευαγγελιζόμεν
α
γενική
των
ευαγγελιζόμεν
ων
των
ευαγγελιζόμεν
ων
των
ευαγγελιζόμεν
ων
αιτιατική
τους
ευαγγελιζόμεν
ους
τις
ευαγγελιζόμεν
ες
τα
ευαγγελιζόμεν
α
κλητική
ευαγγελιζόμεν
οι
ευαγγελιζόμεν
ες
ευαγγελιζόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ευαγγελιζόμενος
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
ευαγγελίζομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ευαγγελιζόμενος