Δείτε επίσης: ἐρωτῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ερωτώ < αρχαία ελληνική ἐρωτάω / ἐρωτῶ

ερωτώ (παθητική φωνή: ερωτώμαι)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία