Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εργασιακά < εργασιακ(ός) +

  Επίρρημα επεξεργασία

εργασιακά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

εργασιακά