Ετυμολογία

επεξεργασία
επισκοπεύω < ελληνιστική κοινή ἐπισκοπεύω < αρχαία ελληνική ἐπίσκοπος

επισκοπεύω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία