Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επικυρώνεται
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
επικυρώνεται
γ΄
πρόσωπο
ενικού
οριστικής
ενεστώτα
παθητικής φωνής
(
επικυρώνομαι
)
του
επικυρώνω
Ομώνυμα / Ομόηχα
επεξεργασία
επικυρώνετε