επιζήλως
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιζήλως < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐπιζήλως < αρχαία ελληνική ἐπίζηλος. Συγχρονικά αναλύεται σε επίζηλ(ος) + -ως.
Επίρρημα επεξεργασία
επιζήλως
- (παρωχημένο, λόγιο) με επίζηλο τρόπο, ζηλευτά
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιζήλως
|
Πηγές επεξεργασία
- «επίζηλος (& επιζήλως)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)