Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επενδυτική βαθμίδα < → δείτε τις λέξεις επενδυτικός και βαθμίδα, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική investment grade

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

επενδυτική βαθμίδα

  • (οικονομία) κατηγορία στην οποία οι οργανισμοί αξιολόγησης ταξινομούν τους εκδότες ή τους τίτλους τους για τους οποίους πιστεύουν ότι είναι χαμηλού κινδύνου (πχ. κλίμακα ΒΒΒ- και πάνω από την Fitch Ratings και S&P, ή Baa3 και πάνω από την Moody's)
    ※  Το Norges bank investment management ένα από τα μεγαλύτερα επενδυτικά ασφαλιστικά ταμεία στον κόσμο δεν μπορεί λόγω καταστατικού να επενδύσει σε κρατικά ομόλογα που δεν είναι επενδυτικής βαθμίδας. [1]

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Με βαθμολογία ΒΒ η Ελλάδα έως τις 2 Αυγούστου 2019, δημοσίευση 08/04/2019. Πρόσβαση 2020-01-31.