επ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επ < (ηχομιμητική λέξη)
Προφορά
επεξεργασίαΕπιφώνημα
επεξεργασίαεπ
- επιφώνημα δήλωσης ξαφνιάσματος, έκφρασης απορίας, προειδοποίησης ή επίπληξης
- ※ Επ! Ποιος πέρασε από δω;
Δείτε επίσης : ΕΠ, επ', επ- |
επ