Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξ όνυχος τον λέοντα < αρχαία ελληνική ἐξ ὀνύχων λέοντα (τεκμαίρεσθαι) → δείτε τις λέξεις εξ, όνυχας και λέων

  Έκφραση επεξεργασία

εξ όνυχος τον λέοντα

  Μεταφράσεις επεξεργασία