Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξολοθρευτικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐξολοθρευτικῶς < ελληνιστική κοινή ἐξολοθρευτικός. Συγχρονικά αναλύεται σε εξολοθρευτικ(ός) + -ώς.

  Επίρρημα επεξεργασία

εξολοθρευτικώς

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία