εξευρίσκω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξευρίσκω < αρχαία ελληνική ἐξευρίσκω
Ρήμα
επεξεργασίαεξευρίσκω (παθητική φωνή: εξευρίσκομαι)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εξευρίσκω
|
Δείτε επίσης : ἐξευρίσκω |
εξευρίσκω (παθητική φωνή: εξευρίσκομαι)
|