εξαχρειώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεξαχρειώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξαχρειώνω
- θα εξαχρειώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξαχρειώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαεξαχρειώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξαχρείωση